- κακοτυχάω
- αμετ.1) быть несчастным; 2) попасть в беду; терпеть неудачу;
κακοτύχησβ στο βίο του — ему в жизни не повезло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοτύχησβ στο βίο του — ему в жизни не повезло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κακοτυχώ — και κακοτυχάω κακοτύχησα, είμαι άτυχος, πέφτω σε δυστυχίες: Με το γάμο του κακοτύχησε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)